χορταρικό

χορταρικό
το, Ν
συν. στον πληθ. τα χορταρικά
όλα τα εδώδιμα χόρτα, τα λαχανικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *χορταρικός < χορτάρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χορταρικό — το κυρίως στον πληθ. χορταρικά χόρτα, λαχανικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαρζαβατικό — και ζαρζαβάτι, το χορταρικό, λαχανικό, κηπευτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zerzavat] …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • λαχανικό — το κάθε φαγώσιμο χορταρικό, το ζαρζαβατικό: Το μαρούλι είναι λαχανικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χόρτο — το χορτάρι, χορταρικό: Της αρέσουν τα άγρια χόρτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”